Η πρόσκληση φίλων να επισκεφτούμε και να μας ξεναγήσουν στην Βυζαντινή Θεσσαλονίκη ,μου ακούστηκε πολύ καλή σαν ιδέα.
Την εκπαιδευτική περιήγηση οργάνωσε η Ακαδημία Λόγου και Τέχνης -Κέντρο δια βίου Μάθησης από τον Βόλο.
( http://www.akadimia-volos.gr/ )
Σταματάμε στο άγαλμα του καπνεργάτη, κοντά στο εργατικό κέντρο της Θεσσαλονίκης.

Τον Φεβρουάριο του 1936 οι καπνεργάτες της Θεσσαλονίκης καταλαμβάνουν ένα εργοστάσιο και διαδηλώνουν σε διάφορα σημεία της πόλης επειδή οι μισθοί τους μειώνονται και παραμένουν απλήρωτοι, οι διαδηλώσεις μέρα με την μέρα γίνονται πιο πολλές, ενώ υπάρχει μαζική συμμετοχή του κόσμου, με αποτέλεσμα σε μια συγκέντρωση στις 9 Μαΐου του 1936 οι χωροφύλακες να ανοίξουν πυρ και να σκοτώσουν συνολικά 12 εργάτες, ενώ τραυματίστηκαν άλλοι 300.
Για τους ιστορικούς τα γεγονότα του Μαΐου του 1936, έχουν χαρακτηριστεί ως μία από τις κορυφαίες στιγμές του ελληνικού εργατικού κινήματος.

Με αφορμή τον θάνατο των εργατών και ιδιαίτερα τον θάνατο του αυτοκινητιστή Τάσου Τούση, ο οποίος βρέθηκε στην διαδήλωση και σκοτώθηκε, το μοιρολόι της μάνας πάνω από το νεκρό παιδί της, η μοναδική στιγμή που κάποιος αποθανάτισε με την φωτογραφική μηχανή του, η φωτογραφία που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Ριζοσπάστης και την είδε ο ποιητή μας Γιάννης Ρίτσος, ήταν η αιτία που τον έκαναν να εμπνευστεί τον "ΕΠΙΤΑΦΙΟ" .
Μέρα Μαγιού μου μίσεψες
μέρα Μαγιού σε χάνω
άνοιξη γιε που αγάπαγες
κι ανέβαινες απάνω
Στο λιακωτό και κοίταζες
και δίχως να χορταίνεις
άρμεγες με τα μάτια σου
το φως της οικουμένης
Και μου ιστορούσες με φωνή
γλυκιά ζεστή κι αντρίκεια
τόσα όσα μήτε του γιαλού
δεν φτάνουν τα χαλίκια
Και μου 'λεγες πως όλ' αυτά
τα ωραία θα ν' δικά μας
και τώρα εσβήστης κι έσβησε
το φέγγος κι η φωτιά μας
(Γιάννης Ρίτσος)
Πριν από πολλούς αιώνες η μεγάλη σπηλιά που βρίσκεται πριν από το μοναστήρι της Μαυριώτισσας ήταν χρυσωρυχείο και το φύλαγε ένας δράκος που ανέπνεε και έβγαζε από το στόμα του φλόγες και δηλητηριασμένους ατμούς.
Ύστερα από το κτίσιμο της Καστοριάς (Ή’ ή Ι’ αιώνας) ο πρώτος βασιλιάς ο Κάστωρ, θέλοντας να διασκεδάσει τον φιλοξενούμενο αδελφό του Πολυδεύκη και τον πεθερό του Κέλι ιερέα του θεού, απεκάλυψε το τεράστιο αυτό σπήλαιο. Η παρουσία όμως του δράκου τους εμπόδιζε την προσέγγιση στη σπηλιά.. Τότε ο βασιλιάς υπεσχέθη μεγάλα δώρα σ’αυτόν που θα σκότωνε τον δράκο. Ένας νέος δυνατός παρουσιάστηκε. Επηκολούθησε άγρια πάλη με τον δράκο. Χτυπώντας τον με το κοντάρι του έτρεμαν οι γύρω βράχοι και αναταράζονταν τα νερά της λίμνης. Το τέρας κτυπήθηκε και έπλεε νεκρό επάνω στα νερά της λίμνης. Πανηγύρισαν το γεγονός και ευχαριστίαι ανεπέμφθησαν στον Πάνα. Και κατόπιν με αναμμένους δαυλούς προχώρησαν στη σπηλιά με σκυφτά τα κεφάλια τους για να μην κτυπήσουν τους σταλακτίτες. Το βάθος εκτεινόταν σε χιλιόμετρα και η ατμόσφαιρα γινόταν πνιγηρή από έλειψιν οξυγόνου. Σε ένα μέρος που η σήραγγα στενεύει έσβησαν οι δαυλοί και πηχτό σκοτάδι τους σφιχταγκάλιασε όλους. Τότε άκουσαν μια απόκοσμη φωνή να λέει : ΄΄ εκείνος που θα σκύψει να πάρει μια χούφτα της λάσπης που πατάει θα μετανοιώσει ΄΄. Οι πιο θαρετοί έσκυψαν και επήραν λάσπη και εγέμισαν τους κόρφους τους. Οι άλλοι φοβήθηκαν και δεν τόλμησαν να πάρουν. Όταν βγήκαν στο φως του ηλίου εκείνοι που κρατούσαν τη λάσπη είδαν με έκπληξη πως κρατούσαν υγρή χρυσόσκονη…"
Έτσι περιγράφει ο λαογράφος Δ. Γιαννούσης ( Ακρόπολη, 11-7-54) την παράδοση σχετικά με το Σπήλαιο του Δράκου.